- αδιάπνευστος
- -η, -ο (Α ἀδιάπνευστος, -ον)1. αυτός που έχει έλλειψη διαπνοής, εξαερισμού2. αυτός που δεν επιτρέπει τη διαπνοή, την εξάτμισηαρχ.1. αυτός που δεν εξατμίζεται2. ο χωρίς ανάσα, αδιάκοπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + διαπνέω.ΠΑΡ. αρχ. ἀδιαπνευστῶ].
Dictionary of Greek. 2013.